- ὀργιασμός
- ὀργι-ασμός, ὁ,A celebrating of ὄργια, Str. 10.3.11, Plu.2.169d ;
οἱ περὶ τὸν Διόνυσον ὀ. Id.Alex. 2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οἱ περὶ τὸν Διόνυσον ὀ. Id.Alex. 2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οργιασμός — ὀργιασμός, ὁ (Α) [οργιάζω] 1. τελετή θρησκευτικών οργίων («οἱ περὶ τὸν Διόνυσον ὀργιασμοί», Άλεξ.) 2. μύηση σε κάτι … Dictionary of Greek
ὀργιασμοῖς — ὀργιασμός celebrating of masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιασμοί — ὀργιασμός celebrating of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιασμοῦ — ὀργιασμός celebrating of masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιασμούς — ὀργιασμός celebrating of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιασμῶν — ὀργιασμός celebrating of masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιασμῷ — ὀργιασμός celebrating of masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)